γκεζάκι

γκεζάκι
και γκαζάκι, το
1. παιδικό παιχνίδι, παρόμοιο προς την «άμιλλα» τών αρχαίων, κατά το οποίο οι παίκτες συναγωνίζονται να ρίξουν από ορισμένη απόσταση βώλους ή άλλα αντικείμενα σε στόχο που βρίσκεται στο κέντρο κύκλου χαραγμένου στο έδαφος
2. βώλος γυάλινος ή πήλινος για το παιχνίδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γκεζί — το 1. κύκλος που χαράσσεται στο έδαφος και χρησιμοποιείται στο παιχνίδι γκεζάκι 2. το γκεζάκι …   Dictionary of Greek

  • γκαζάκι — το βλ. γκεζάκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”